στοργικότητα

στοργικότητα
η, Ν [στοργικός]
στοργική συμπεριφορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στοργικός — ή, ό / στοργικός, ή, όν, ΝΑ [στοργή] (για πρόσ.) αυτός που τρέφει στοργή, που συμπεριφέρεται με στοργή («στοργική μητέρα») νεοελλ. αυτός που γίνεται με στοργή (α. «στοργικές περιποιήσεις» β. «στοργική στάση»). επίρρ... στοργικώς και στοργικά Ν με …   Dictionary of Greek

  • τρυφερότητα — η 1. αβρότητα, απαλότητα, τρυφεράδα. 2. μτφ., ευαισθησία, συναισθηματικότητα, στοργικότητα. 3. στον πληθ., τρυφερότητες μτφ., ερωτοτροπίες, ερωτικές διαχύσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”